- βαρογράφος
- οκαταγραφικό βαρόμετρο που παρέχει, υπό μορφή συνεχούς καμπύλης, την πορεία της ατμοσφαιρικής πίεσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η … Dictionary of Greek
θερμοβαρογράφος — ο 1. συσκευή που καταγράφει τις μεταβολές τής ατμοσφαιρικής πίεσης και τής θερμοκρασίας τού αέρα 2. τεχνολ. φρ. «θερμοβαρογράφος θάλασσας» συσκευή που καταγράφει τη θερμοκρασία τού νερού σε ορισμένο βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
μικροβαρογράφος — ο (μετεωρ.) βαρογράφος, συνήθως μεταλλικός, μεγάλης ακριβείας και ευαισθησίας, που χρησιμοποιείται για την καταγραφή μεταβολών τής ατμοσφαιρικής πίεσης πολύ μικρού εύρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. microbarograph (βλ. μικρ[ο] )] … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek